ζαχαροπλάστης

ζαχαροπλάστης
ο
αυτός που παρασκευάζει ή πουλάει γλυκίσματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζαχαροπλάστης — ο θηλ. ζαχαροπλάστις και ισσα αυτός που κατασκευάζει και πουλά γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γ. Θεοχαρόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαρο- — (Μ ζαχαρο ) α συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) μοιάζει ή είναι κατασκευασμένο ή περιέχει ζάχαρη (πρβλ. ζαχαρόπετρα, ζαχαροκούλλουρο, ζαχαροδοχείο) β) είναι γλυκό σαν τη ζάχαρη (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροπλαστείο — το κατάστημα κατασκευής και πωλήσεως γλυκισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στους αδελφούς Κυριακό και Μανουήλ Καπετανάκη] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροπλαστική — η η τέχνη τού ζαχαροπλάστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • καπυράς — καπυρᾱς, ὁ (Α) [καπυρός] ζαχαροπλάστης …   Dictionary of Greek

  • καραμελάς — και καραμελλάς [καραμέλα] παρασκευαστής ή πωλητής καραμελών και άλλων ζαχαρωτών, πλανόδιος ζαχαροπλάστης …   Dictionary of Greek

  • μελιπήκτης — μελιπήκτης, ὁ (Α) ο ζαχαροπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + πήκτης (< πήγνυμι) πρβλ. εμ πήκτης] …   Dictionary of Greek

  • παστιλλάριος — ὁ, Α ζαχαροπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pastillarius < pastillus + κατάλ. arius (βλ. λ. πάστιλλος)] …   Dictionary of Greek

  • παστιλλάς — ὁ, ΜΑ [πάστιλλος] ζαχαροπλάστης …   Dictionary of Greek

  • πεμματουργός — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει πέμματα, ζαχαροπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμμα, ατος «τροφή» + ουργός (< ἔργον*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”